Μάτι: Επτά χρόνια μετά από την ανείπωτη τραγωδία κανείς δεν ξεχνά

Image
ματι
Συντάκτης
Newsroom

 

Επτά χρόνια μετά, το Μάτι εξακολουθεί να καίει, όχι με φλόγες πια, αλλά με πληγές που δεν κλείνουν, με κραυγές για δικαίωση και τη βαριά αίσθηση πως εκείνη τη μέρα η Ελλάδα δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Στις 23 Ιουλίου 2018, η χώρα βίωσε μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές της νεότερης ιστορίας της. Η φονική πυρκαγιά στο Μάτι, με 104 νεκρούς, 172 τραυματίες, χιλιάδες καμένα σπίτια και ανυπολόγιστη οικολογική καταστροφή, δεν ήταν απλώς μια φυσική καταστροφή.

Ήταν μια κραυγαλέα αποτυχία του κρατικού μηχανισμού να προστατεύσει ζωές. Ήταν μια οργανωτική κατάρρευση που άφησε πίσω της στάχτες, οργή και δεκάδες οικογένειες που ακόμη μετρούν απώλειες.

Οι φλόγες που έσβησαν ζωές

Η φωτιά ξεκίνησε από την Πεντέλη και κατέβηκε με ανεξέλεγκτη ταχύτητα προς τη Ραφήνα και το Μάτι, παρασύροντας τα πάντα στο πέρασμά της. Οι ισχυροί άνεμοι που ξεπερνούσαν τα 120 χλμ/ώρα, η ανύπαρκτη εκκένωση, η χωρίς σχέδιο πολιτική προστασία και ο λαβύρινθος του οικιστικού ιστού στο Μάτι οδήγησαν δεκάδες ανθρώπους σε φρικτό θάνατο. Πολλοί εγκλωβίστηκαν σε σπίτια και οχήματα, ενώ άλλοι έπεσαν στη θάλασσα για να σωθούν. Ανάμεσά τους παιδιά, ηλικιωμένοι, τουρίστες.

Η ελληνική κοινωνία παρακολούθησε παγωμένη. Τα νοσοκομεία, τα δελτία ειδήσεων, τα κοινωνικά δίκτυα πλημμύρισαν από εικόνες φρίκης: καμένες αγκαλιές, κατεστραμμένα σπίτια, ερείπια μιας γειτονιάς που δεν πρόλαβε να σωθεί. Ήταν μια καταστροφή που δεν προέβλεψε κανείς, αλλά όλοι γνώριζαν πως μπορεί να συμβεί.

Τα λάθη που έγιναν εγκλήματα

Το επιτελικό χάος εκείνης της ημέρας αποκαλύφθηκε σταδιακά. Ο τότε επικεφαλής της Πυροσβεστικής, ο υπαρχηγός, ο γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας και ο επικεφαλής του ΕΣΚΕ δεν κατάφεραν να οργανώσουν εγκαίρως εκκένωση. Το σύστημα 112 δεν λειτούργησε. Ο συντονισμός ανάμεσα σε πυροσβεστική, αστυνομία και τοπική αυτοδιοίκηση ήταν ανύπαρκτος. Οι οδηγίες προς τους πολίτες καθυστερημένες ή αντιφατικές. Και όταν το κράτος εμφανίστηκε, ήταν για να καταμετρήσει νεκρούς, όχι να αποτρέψει το κακό.

Η αρχική διαχείριση από την τότε κυβέρνηση προκάλεσε σάλο: σε έκτακτη τηλεοπτική μετάδοση, αξιωματούχοι ενημέρωναν για την κατάσταση χωρίς να αποκαλύπτουν ότι ήδη υπήρχαν δεκάδες νεκροί. Το κοινό αίσθημα προδόθηκε.

Η απόδοση ευθυνών: μία πικρή, αλλά αναγκαία διαδρομή

Χρειάστηκαν έξι χρόνια και μία εφετειακή απόφαση για να ακουστεί το πρώτο «ένοχοι». Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων επέβαλε καθείρξεις χωρίς αναστολή σε τέσσερις βασικούς αξιωματούχους, αναγνωρίζοντας πως η αμέλεια και η ανικανότητα συνέβαλαν καθοριστικά στο θάνατο των ανθρώπων. Η καταδίκη των Τερζούδη, Ματθαιόπουλου, Φωστιέρη και Καπάκη αποτέλεσε ανακούφιση για πολλές οικογένειες, χωρίς όμως να καλύψει το κενό της απώλειας.

Το δικαστήριο δεν αναγνώρισε ελαφρυντικά. Οι εικόνες από την αίθουσα κατά την ανάγνωση της απόφασης είναι συγκλονιστικές: χειροκροτήματα, φωνές για δικαίωση, και το όνομα “Λιότσιος!” να αντηχεί ως φόρος τιμής στον μάρτυρα της δίκης, που με τη στάση του τίμησε την αλήθεια.

Το Μάτι σήμερα: τόπος μνήμης, όχι σιωπής

Επτά χρόνια μετά, το Μάτι δεν είναι μόνο ένας οικισμός που προσπαθεί να ξαναχτιστεί. Είναι ένα σύμβολο συλλογικής μνήμης, ένα τραύμα που ζητά διαρκώς να μην ξεχαστεί. Οι οικογένειες των θυμάτων πραγματοποιούν εκδηλώσεις μνήμης, επιμνημόσυνες δεήσεις, τρισάγια, πορείες.

Δεν είναι τελετουργικό. Είναι απαίτηση για συνέπεια, για προετοιμασία, για αποτροπή της επανάληψης. Η κραυγή του ακροατηρίου στη δίκη, «και οι νεκροί είχαν δικαιώματα», παραμένει η πιο δυνατή φράση μιας κοινωνίας που ζητά όχι απλώς τιμωρία, αλλά ευθύνη.