Δεκανίκι και νομιμοποίηση σε συγκυβέρνηση μνημονιακής λογικής δεν πρόκειται να δώσουμε

Συνέντευξη της Αγγελικής Αδαμοπούλου, βουλευτή Α’ Αθηνών ΜέΡΑ25, στην δημοσιογράφο Λία Λάππα και το Ελλάδα 24
Image
Αδαμοπούλου
Συντάκτης
Newsroom

 

Συνέντευξη στη Λία Λάππα    

 

Κυρία Αδαμοπούλου, ξεκινώ με την πρόταση δυσπιστίας που κατέθεσε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας. Γιατί πιστεύετε ότι κατατέθηκε η πρόταση μομφής; Για την κακοκαιρία ή για τις τελευταίες δημοσκοπήσεις;

Χωρίς να θέλω να κάνω δίκη προθέσεων, έχω την εντύπωση ότι η τραγική διαχείριση της κακοκαιρίας ήταν απλώς η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της κυβερνητικής ανικανότητας και οδήγησε στην κατάθεση της πρότασης δυσπιστίας. Σε κάθε περίπτωση, οι αλλεπάλληλες παταγώδεις αποτυχίες της ΝΔ στην αντιμετώπιση της τριπλής κρίσης -υγειονομική, οικονομική, και κοινωνική- αλλά και η πασιφανής και διαρκής διαπλοκή μεταξύ κυβέρνησης, κατεστημένων ΜΜΕ και παρασιτικής ολιγαρχίας φτάνουν και περισσεύουν ως αφορμές για μια τέτοια πρωτοβουλία.

Οι δημοσκοπήσεις θεωρώ ότι συνδιαμόρφωσαν σε κάποιον βαθμό την απόφαση, αλλά επειδή προτιμώ να κρίνω πρωτίστως με βάση τα γεγονότα, θα υπενθυμίσω ότι δημοσκοπήσεις τουλάχιστον «παρατραβηγμένες» σε βάρος του συνόλου σχεδόν της αντιπολίτευσης βλέπουμε να κυκλοφορούν σωρηδόν από τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη, χωρίς ωστόσο να έχουν καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να ενεργοποιήσουν από μόνες τους τέτοια αντανακλαστικά.

Αξίζει, πάντως, να θυμίσω ότι από πλευράς ΜέΡΑ25 είχε διατυπωθεί δημόσια έκκληση για μια τέτοια κίνηση σε ανύποπτο χρόνο, πολύ πριν την κακοκαιρία που «γονάτισε» αδικαιολόγητα τη χώρα μας, γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα ότι τα πολιτικά μας αισθητήρια είναι πολύ πιο συντονισμένα στις πραγματικές ανάγκες και στον «σφυγμό» της κοινωνίας σε σχέση με τις λοιπές αντιπολιτευόμενες δυνάμεις.

 

Στην ομιλία σας απευθυνθήκατε προς την κυβέρνηση λέγοντας ότι είναι επικίνδυνη και ότι πρέπει να φύγει. Αν, όμως, φύγει δυνητικά με ΣΥΡΙΖΑ ή με ΚΙΝΑΛ θα συγκυβερνούσατε;

Έχω την εντύπωση ότι αυτή η ερώτηση θα ταίριαζε περισσότερο σε άλλους αποδέκτες, δηλαδή στις ηγεσίες των ίδιων των κομμάτων που προαναφέρατε. Εμείς από την πλευρά μας είμαστε απολύτως ξεκάθαροι: δεκανίκι και νομιμοποίηση σε συγκυβέρνηση μνημονιακής λογικής δεν πρόκειται να δώσουμε, ούτε πρόκειται να παίξουμε τον ρόλο του αφελούς αναλώσιμου για να αβαντάρουμε τη περαιτέρω βύθιση στην άβυσσο της χρεοδουλοπαροικίας. Είναι, λοιπόν, έτοιμοι ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ να έρθουν σε ρήξη με τους ασφυκτικούς παραλογισμούς και τη στραγγαλιστική λογική της Τρόικας; Είναι έτοιμοι να αποκηρύξουν τις υποχωρητικές αντιλήψεις τους και να διεκδικήσουν με σθένος και παρρησία ένα καλύτερο αύριο για τους πολίτες της Ελλάδας μας; Ο βίος και η πολιτεία τους δεν αποδεικνύουν προς το παρόν κάτι τέτοιο. Εάν και εφόσον, λοιπόν, αποφασίσουν έμπρακτα να εκφράσουν με συνέπεια μια γνήσια πατριωτική και αριστερή πολιτική, ας έλθουν να συζητήσουμε, γνωρίζουν πολύ καλά πού θα μας βρουν.

 

Πως βλέπετε τις δημοσκοπήσεις; Οι τελευταίες έχουν εκτοξεύσει το ΚΙΝΑΛ, γεγονός που πολλοί λένε ότι ήταν η αιχμή του δόρατος για τον ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και κατέθεσε την πρόταση μομφής;

Ανοίγετε μια πολύ μεγάλη συζήτηση η οποία στην ουσία θίγει συνολικά το θέμα των δημοσκοπήσεων στη χώρα μας. Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω σε τεχνικές λεπτομέρειες για την τουλάχιστον προβληματική μεθοδολογία διενέργειας των εγχώριων σφυγμομετρήσεων, σας διαβεβαιώνω ότι τόσο η προσωπική μου εμπειρία όσο και οι συλλογικές προσλαμβάνουσες του χώρου της Αριστεράς από την καθημερινή επαφή με τους συμπολίτες μας δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη μαγική εικόνα των δημοσκοπήσεων. Στην Ελλάδα, περισσότερη σημασία έχουν το ποιος παραγγέλνει και ποιος αναλαμβάνει τη δημοσκόπηση, παρά οτιδήποτε άλλο. Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι η εξόφθαλμα κίβδηλη «εκτόξευση» του ΚΙΝΑΛ στα γκάλοπ, αλλά η λυσσαλέα προσπάθεια συγκεκριμένων ανίερων συμμαχιών να σπιλώσουν και να πλήξουν πολιτικά τον χώρο της Αριστεράς με αθέμιτες πρακτικές και δολοφονίες χαρακτήρων. Οι πολίτες, όμως, γνωρίζουν πολύ καλά ποιοι παίζουν αυτά τα βρώμικα παιχνίδια, ποιοι είναι συνεπείς στις απόψεις τους και στέκονται μάχιμοι στις επάλξεις για τα συμφέροντα του λαού, και ποιοι καταθέτουν ακατάληπτα ότι συμφωνούν με πρόταση μομφής χωρίς να επιθυμούν εκλογές.

 

Τι πιστεύετε ότι έφταιξε στην διαχείριση της κακοκαιρίας «Ελπίδα», που αποδίδετε τις ευθύνες;

Η κακοδιαχείριση ενός καιρικού φαινομένου με οξεία φάση μόλις δώδεκα ωρών απέδειξε για άλλη μια φορά την πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη και των αυτοδιοικητικών αιρετών της ΝΔ σε οργανωτικό και επιτελικό επίπεδο. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι οι μετεωρολόγοι είχαν ήδη προβλέψει μέρες πριν με θαυμαστή ακρίβεια την πορεία της κακοκαιρίας και οι προγνώσεις τους ήταν σε γνώση των αρμοδίων, αντιλαμβάνεστε ότι οι χιλιάδες αποκλεισμένοι συμπολίτες μας σε κεντρικές οδικές αρτηρίες και στην Αττική Οδό υπό συνθήκες πολικού ψύχους, οι γενικευμένες διακοπές ρεύματος, και η μηδενική μέριμνα εκ μέρους των αρμοδίων συνθέτουν μια εικόνα αδιανόητου ερασιτεχνισμού και αδιαφορίας. Μάλιστα, μιας και πριν την έλευση της «Ελπίδας» η κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι είχαν γίνει οι απαραίτητες συσκέψεις φορέων και ο προγραμματισμός των κατάλληλων ενεργειών υπό τον συντονισμό του ίδιου του υπουργού κ. Στυλιανίδη, τρέμω ειλικρινά στην πιθανότητα να συμβεί κάτι πραγματικά σοβαρό κι απρόβλεπτο με αυτούς τους ανθρώπους να κρατούν τις τύχες της πατρίδας μας στα χέρια τους. Για να απαντήσω, λοιπόν, χωρίς περιστροφές στο ευθύ ερώτημα σας: έφταιξε η ανικανότητα και η προχειρότητα της Μητσοτάκης Α.Ε., η διαρκής ιδεολογική της επιλογή να ικανοποιεί ιδιωτικά συμφέροντα και όχι το δημόσιο καλό, και η ανεπάρκεια της ηγεσίας των αρμόδιων ΟΤΑ.

 

Αυτή την εβδομάδα θα έχουμε άρση απαγορεύσεων ενώ η πανδημία δεν έχει κοπάσει ούτε διαφαίνεται η αποκλιμάκωσή της. Τι θέση έχετε ως προς αυτό;

Επειδή «θέση» δεν είναι μόνο η άποψη αλλά και η κατάσταση, θα σας εκμυστηρευθώ σε ποια κατάσταση με οδηγεί αυτή η απόφαση της κυβέρνησης και μέσα απ’ αυτή θα αποκαλυφθεί και η προσωπική μου προσέγγιση για τα πράγματα. Πρόκειται, λοιπόν, για την ίδια κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάθε λογικός πολίτης όταν έρχεται αντιμέτωπος με τον απόλυτο παραλογισμό και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Συνεπώς, μου προκαλούνται ανησυχητικές απορίες που με δυσαρεστούν και με εξοργίζουν. Πώς είναι δυνατόν με εκατοντάδες νεκρούς καθημερινά, με το ίδιο το ΕΣΥ «στην εντατική» λόγω της φρικτής κυβερνητικής αδιαφορίας, με έλλειψη μονοκλωνικών φαρμάκων, με πανάκριβα τεστ, με τα σχολεία να έχουν γίνει πηγές υπερμετάδοσης, και με επιστημονικά στοιχεία που αμφισβητούν ευθέως την επαρκή αποτελεσματικότητα των διαθέσιμων εμβολίων στις νέες μεταλλάξεις του κορονοϊού να αποφασίζει η κυβέρνηση όσα ανεύθυνα εξήγγειλε; Πώς είναι δυνατόν να αίρονται τα μέτρα όταν η κυβέρνηση δεν έχει κάνει σοβαρές κινήσεις για να εξασφαλίσει την επαρκή προστασία του γενικού πληθυσμού, την ειδική προφύλαξη των ομάδων υψηλού κινδύνου και την ομαλή μετάβαση στην κανονικότητα; Τέλος, πόση εμμονή κι αγκύλωση κρύβεται πίσω από την αδημονία για μια δήθεν ανάκαμψη των αγορών σε βάρος ανθρώπινων ζωών; Αυτή η αποτρόπαια αναλγησία που αγγίζει τα όρια της πλήρους αναισθησίας προδίδει τις πραγματικές επιδιώξεις μιας κυβέρνησης εκτός τόπου και χρόνου, μιας πολιτικής δράκας που καθοδηγείται αποκλειστικά από τα κελεύσματα της ολιγαρχίας που τη στηρίζει.

 

 

Να πάμε στην υπόθεση της εικοσιτετράχρονης, βιώνουμε μια περίεργη πραγματικότητα που η νέα γενιά ίσως και να μας δείχνει τον δρόμο, η Γεωργία που δέχτηκε να δείξει το πρόσωπό της, ο Ηλίας Γκιώνης που δεν φοβάται να εκθέσει πρόσωπα και καταστάσεις. Γιατί φοβούνται τα θύματα να μιλήσουν, γιατί δεν φοβούνται οι θήτες ότι θα τιμωρηθούν;

Η επιστήμη της εγκληματολογίας γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει «αφανής εγκληματικότητα» και πού οφείλεται, όπως άριστα γνωρίζει και γιατί σιωπούν τα θύματα συγκεκριμένων κατηγοριών εγκλημάτων. Ιδίως για τα λεγόμενα «σεξουαλικά εγκλήματα» που στρέφονται κατά της γενετήσιας ελευθερίας και αυτοδιάθεσης, τα επιστημονικά πορίσματα είναι πλούσια και βρίσκονται υπόψη όσων υποτίθεται ότι χαράσσουν πολιτικές πρόληψης, αποτροπής, και καταστολής.

Τα θύματα σιωπούν πρωτίστως γιατί τους τρομάζει η τεράστια πιθανότητα να στιγματιστούν και να θυματοποιηθούν ακόμη περισσότερο στο πλαίσιο της δημοσιότητας που θα λάβει η καταγγελία τους. Επίσης, τα θύματα συχνά τυχαίνει να εξαρτώνται εργασιακά, οικονομικά ή κοινωνικά από τους θύτες, γεγονός που επίσης δρα αποτρεπτικά λόγω του ρεαλιστικού φόβου οδυνηρών αντιποίνων. Περαιτέρω, τα θύματα νιώθουν ελάχιστη έως μηδενική εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών να διαχειριστούν τέτοια περιστατικά με την αρμόζουσα ευαισθησία, τεχνογνωσία, και αποτελεσματικότητα. Οι δημόσιες δομές μέριμνας για θύματα τέτοιων εγκλημάτων είναι πρακτικά ανύπαρκτες, η Αστυνομία ως επί το πλείστον ανεκπαίδευτη να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις, και η Δικαιοσύνη δυστυχώς ολοένα και περισσότερο υποχωρεί στους δείκτες εμπιστοσύνης των πολιτών.

Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι το μείγμα γίνεται εκρηκτικό σε βάρος των θυμάτων αν προσθέσουμε σε όσα μόλις σας ανέφερα και τις βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις αλλά και την έντονη φοβία της έκθεσης του θύματος σε μια κοινωνία που έχει εθιστεί στην αφ’ υψηλού κριτική και στη λογική της κλειδαρότρυπας. Βεβαίως, επειδή ό,τι δεν λειτουργεί υπέρ του θύματος καταλήγει να λειτουργεί υπέρ του θύτη, καταλαβαίνετε κι εσείς και οι αναγνώστες μας γιατί οι δράστες αισθάνονται απυρόβλητοι. Αν μου επιτρέπετε θα ήθελα με την ευκαιρία που μου δίνετε να απευθύνω μια παραίνεση προς τα θύματα: Μιλήστε, όποτε κι αν αισθανθείτε έτοιμες και έτοιμοι. Ζητήστε βοήθεια. Σπάστε τον κύκλο της κακοποίησης και του εγκλήματος. Οι αγκαλιές που θ’ ανοίξουν είναι πολύ περισσότερες απ’ όσες νομίζετε, και θα σας στηρίξουμε με όλο μας το «είναι».

 

Και να κλείσουμε με το τεράστιο θέμα των γυναικοκτονιών. Είναι παγκόσμιο το θέμα αλλά εδώ στην Ελλάδα πόσο μακριά είμαστε από την απάλειψη της έμφυλης βίας;

Λυπάμαι, αλλά η κοινωνική, νομική, και πολιτική μου εμπειρία δεν μου αφήνουν ιδιαίτερα περιθώρια αισιοδοξίας για μια σύντομη αντιστροφή του κλίματος, μιας και την πλήρη «απάλειψη» του φαινομένου δεν μπορεί να την εγγυηθεί κανένας ειλικρινής συνομιλητής. Αν μη τι άλλο, οι διεθνείς σοβαρές μελέτες δείχνουν ότι την εποχή της πανδημίας αυξήθηκαν αξιοσημείωτα τα περιστατικά βίας κατά των γυναικών.

Η «επένδυση» που χρειάζεται για να καταπολεμηθεί η έμφυλη βία στο ζητούμενο επίπεδο πρόληψης περιλαμβάνει εντατικές παρεμβάσεις πεδίου στην κοινωνία και στους θεσμούς, οι οποίες καρποφορούν σε βάθος χρόνου. Δυστυχώς, στην Ελλάδα οι κυβερνητικές αποφάσεις είναι κατά κανόνα δέσμιες μιας επικοινωνιακής διαχείρισης που επιμένει στη φαντασμαγορική αμεσότητα της κατασταλτικής αντίδρασης και όχι στην κοπιαστική μακροχρόνια προσπάθεια για αλλαγή υποδείγματος. Εκείνοι, όμως, που αρκούνται μόνο στην καταστολή, έχουν ήδη συμψηφίσει χυδαία στις συνειδήσεις τους το πολιτικό τους όφελος με τη ζωή και τη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα χιλιάδων γυναικών. Δεν σας κρύβω, επίσης, ότι στις διάφορες συνεδριάσεις των σχετικών κοινοβουλευτικών επιτροπών και υποεπιτροπών στις οποίες συμμετέχω, έχω συχνά διαμαρτυρηθεί ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να διαπιστώνουμε κάθε λίγο τα αυτονόητα και να καταθέτουμε προτάσεις όταν δεν υπάρχει καμία υπεύθυνη κυβερνητική βούληση να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Για ποια καταπολέμηση της έμφυλης βίας συζητούμε υπό καθεστώς πολιτικής εγκατάλειψης; Πώς αξιώνουμε βελτίωση του προβλήματος όταν οι υπηρεσίες πρόνοιας και μέριμνας παραμένουν γυμνές από πόρους και στελέχωση, όταν οι αρμόδιες Αρχές δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους και δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, όταν στα σπίτια, στα σχολεία και στους χώρους εργασίας διαιωνίζεται το σεξιστικό αφήγημα περί ισχυρού και ασθενούς φύλλου, κι όταν τα στόματα της κοινωνίας μένουν κλειστά επειδή κυριαρχεί η αρρωστημένη λογική ότι τέτοιες συμπεριφορές συνιστούν τάχα «ιδιωτικά ζητήματα»; Όσο απουσιάζει μια θαρραλέα πρωτοβουλία εκ μέρους των κυβερνώντων να αντιμετωπίσει συστηματικά όσα σας προανέφερα, τόσο γοργά θα απομακρύνεται η ουσιαστική αντιμετώπιση της έμφυλης βίας.