"Hello World!" : Το πρώτο δοκιμαστικό chip του Ευρωπαϊκού Επεξεργαστή RISC-V ξεκίνησε τη λειτουργία του στο Ηράκλειο Κρήτης
Με το μήνυμα «Hello World!» ξεκίνησε τη λειτουργία του το πρώτο δοκιμαστικό chip ευρωπαϊκού επεξεργαστή, γνωστό με την ονομασία EPAC 1.0, το οποίο τέθηκε σε λειτουργία στα τέλη Σεπτεμβρίου ερευνητές του Ινστιτούτου Πληροφορικής στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Ερευνας στο Ηράκλειο Κρήτης.
Το EPAC 1.0 αποτελεί το πρώτο αποτέλεσμα ευρωπαϊκού επεξεργαστή και έγινε πραγματικότητα σε μια περίοδο όπου το παγκόσμιο εμπόριο έχει κλονιστεί από την έλλειψη επεξεργαστών, καθώς έχει βραχυκυκλώσει βιομηχανίες σε όλο τον κόσμο. Η έλλειψή τους, λόγω της πανδημικής κρίσης έχει καταστήσει την κοινοπραξία European Processor Initiative πιο επίκαιρη από ποτέ. Στην εν λόγω κοινοπραξία, στην οποία συμμετέχει το ΙΤΕ, έχουν λάβει μέρος 28 εταίροι από 10 χώρες της Ε.Ε., ανάμεσα στους οποίους ερευνητικοί οργανισμοί, πανεπιστήμια μεγάλες εταιρείες, όπως η γαλλική Αtos, η BMW κ.ά.
Στόχος της Ε.Ε. είναι η ανάπτυξη ενός οικοσυστήματος υπερυπολογιστών, τομέας στον οποίο η Ευρώπη επίσης υπολείπεται σε σχέση με άλλες χώρες. Όλα αυτά τα έργα βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα του EuroHPC, ενός ευρωπαϊκού προγράμματος που έχει σκοπό την ανάπτυξη ενός αμιγώς ευρωπαϊκού επεξεργαστή αλλά και ενός οικοσυστήματος υπερυπολογιστών. Το πρόγραμμα θα διαρκέσει 8 χρόνια (2021-2027) και έχουν ήδη δεσμευτεί 3 δισ. ευρώ από την Κομισιόν, 3 δισ. ευρώ από ευρωπαϊκά κράτη και 900 εκατ. από ιδιώτες.
Όπως εξηγεί ο αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα ηλεκτρολόγων μηχανικών και μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών στο ΑΠΘ, συν-ιδρυτής του τεχνοβλαστού Exascale Performance Systems (Exapsys), δρ Βασίλης Παπαευσταθίου, 24 ερευνητικά έργα έχουν ήδη ξεκινήσει και στα 9 από αυτά συμμετέχουν Έλληνες. Εκτός από το ΙΤΕ στο πρόγραμμα συμμετέχουν ενεργά το ΕΜΠ, το Πολυτεχνείο Κρήτης, το ΕΠΙΣΕΥ, το ΑΠΘ, ο Δημόκριτος αλλά και η Exapsys, τεχνοβλαστός του Πολυτεχνείου Κρήτης. Επίσης, έχουν εγκριθεί 3 εμβληματικά έργα-πιλότοι, επίσης με τη συμμετοχή του ΙΤΕ και της Exapsys, για τη δημιουργία δύο προηγμένων υπερυπολογιστών (Exascale Supercomputers) οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να εκτελούν πάνω από 1 τρισεκατομμύριο πράξεις στο δευτερόλεπτο, ενώ σε διαδικασία εκκίνησης από το 2022 είναι και η δεύτερη φάση του ευρωπαϊκού επεξεργαστή.
Έως το 2027 σκοπός είναι να έχει αναπτυχθεί ένα σύνολο ευρωπαϊκών υπερυπολογιστών που θα έχουν τις ίδιες ή και περισσότερες δυνατότητες από αντίστοιχους αμερικανικούς, κινέζικους ή ιαπωνικούς. Επίσης, ο ευρωπαϊκός επεξεργαστής θα ενσωματωθεί σε υπερυπολογιστές αλλά και σε αυτοκίνητα, τρένα, drones και έξυπνες συσκευές.
Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις 5 κορυφαίες χώρες σε συμμετοχή στα έργα του EuroHPC, ενώ υπολογίζεται πως στα έργα απασχολούνται περισσότεροι από 100 Έλληνες επιστήμονες. «Η συμμετοχή της Ελλάδας σε τέτοια προγράμματα δημιουργεί θέσεις εργασίας για νέους επιστήμονες, οι οποίοι τελικά δεν χρειάζεται να μεταναστεύσουν για να αξιοποιήσουν τα προσόντα τους, ενώ δημιουργεί ευκαιρίες για υψηλά καταρτισμένους Έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού που θέλουν να επιστρέψουν και να συνεχίσουν να αξιοποιούν τις δεξιότητές τους σε τεχνολογίες αιχμής στην Ελλάδα», επισημαίνει ο Βασίλης Παπαευσταθίου στην Καθημερινή, ο οποίος ήταν μεταδιδακτορικός ερευνητής στο τμήμα μηχανικής υπολογιστών του Πανεπιστημίου Τσάλμερς, στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας και αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα το 2017.
Συνεισφορά στα έργα EuroHPC έχει και ο Νίκος Χρυσός, επιστημονικός υπεύθυνος στο ΙΤΕ για το πρόγραμμα Red-Sea. «To Red-Sea ασχολείται με δίκτυα διασύνδεσης υπερυπολογιστών, δηλαδή με το πώς θα ενώσουμε αποδοτικά πάρα πολλούς επεξεργαστές (“υπολογιστές”) ώστε να μπορούν μαζί να λύσουν ορισμένα πάρα πολύ δύσκολα προβλήματα, όπως για παράδειγμα η πρόβλεψη του καιρού. Στόχος του Red-Sea είναι να δημιουργήσει στην Ευρώπη νέα τεχνογνωσία πάνω σε δίκτυα διασύνδεσης υπερυπολογιστών, να εξελίξει σχετικά ευρωπαϊκά προϊόντα, όπως είναι το BXI της Atos που είναι ο συντονιστής του προγράμματος και να αξιοποιήσει αποτελέσματα από προηγούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως το ExaNeSt, το οποίο συντόνισε το ΙΤΕ στο διάστημα 2015-2019», εξηγεί. «Νομίζω πως ο κεντρικός ρόλος του ΙΤΕ στο Red-Sea μπορεί να βοηθήσει στη συμμετοχή της Ελλάδας σε μελλοντικά ευρωπαϊκά προγράμματα καθώς και σε επενδύσεις σε σχετικές τεχνολογίες», τονίζει ο ίδιος, ο οποίος επέστρεψε στην Ελλάδα το 2014, έχοντας δουλέψει στην ΙΒΜ στη Zυρίχη για 5 χρόνια.