Άρθρο Κυριάκου Μητσοτάκη στους Financial Times: "Η Ευρώπη πρέπει να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνά της"
Ανήμερα της συμμετοχής του στο Άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις Βρυξέλλες, κατά το οποίο οι 27 της ΕΕ αναμένεται να θέσουν επί τάπητος το ζήτημα της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, ο Πρωθυπουργός διαμηνύει, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του στους Financial Times με τίτλο «η Ευρώπη πρέπει να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνά της» ότι «εάν η Ένωσή μας πρόκειται να παραμείνει πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, πρέπει να αποκτήσουμε μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο». Υπεραμυνόμενος της πάγιας άποψης του ότι η Ευρώπη οφείλει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλεια της ο Έλληνας Πρωθυπουργός προτείνει «τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού εργαλείου, ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των συλλογικών αμυντικών αναγκών μας». Επίσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επαναλαμβάνει ότι «οι στρατιωτικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ» καθώς και ότι θα πρέπει να μετασχηματιστεί η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη στους Financial Times:
«Η Ευρώπη πρέπει να δαπανήσει περισσότερα για την άμυνά της
Οι στρατιωτικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρούνται από τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ.
Ο συνδυασμός του επιθετικού πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, της αστάθειας στη Μέση Ανατολή και των ευρύτερων παγκόσμιων μετατοπίσεων ισχύος σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για την ασφάλειά της.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις ύψους 500 δισ. ευρώ στον τομέα της άμυνας κατά την επόμενη δεκαετία. Αυτό δεν αποτελεί απλώς αναγκαιότητα, αλλά και μία ευκαιρία για να διασφαλιστεί η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, υπέρ της οποίας έχω ταχθεί εδώ και καιρό. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται συλλογική δράση σε δύο μέτωπα: πρώτον, χρειαζόμαστε ένα βιώσιμο μοντέλο χρηματοδότησης για αυξημένες αμυντικές δαπάνες. Και δεύτερον, πρέπει να μετασχηματίσουμε την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία.
Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, το πρόβλημα είναι ότι, στο νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, οποιαδήποτε σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι πιθανό να ενεργοποιήσει τις λεγόμενες διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ), οι οποίες σχεδιάστηκαν ώστε οι προϋπολογισμοί ενός κράτους να κινούνται εντός κάποιων ορίων. Αυτό είναι αναποτελεσματικό και δυνητικά πολύ δαπανηρό.
Υπάρχει, ωστόσο, ένας απλός τρόπος για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία: οι αμυντικές δαπάνες θα πρέπει να εξαιρεθούν από τους δημοσιονομικούς στόχους εκ των προτέρων. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ξοδεύουν περισσότερα για την άμυνα, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική αξιοπιστία και ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές.
Δίνοντας στα κράτη μέλη αυτό το δημοσιονομικό περιθώριο θα αυξήσουμε τις δυνατότητες μας στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό, διότι από ένα σημείο κι έπειτα οι αγορές μπορεί να προσθέσουν ένα επιπλέον κόστος στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων μας. Εκτός από το αυξημένο δημοσιονομικό κόστος, αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αποθαρρυντικός παράγοντας για αμυντικές δαπάνες και να οδηγήσει σε δυσανάλογο καταμερισμό των βαρών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Η συμπερίληψη της ασφάλειας και της άμυνας στον κατάλογο των στρατηγικών προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων θα βοηθήσει. Ωστόσο, αυτό από μόνο του θα καλύψει μόνο ένα μικρό μέρος των επενδυτικών αναγκών μας. Για τον λόγο αυτό, βασιζόμενος στη θετική εμπειρία με τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ ως προς τις αγορές, προτείνω τη δημιουργία ενός νέου ευρωπαϊκού εργαλείου, ύψους τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ, για τη χρηματοδότηση των συλλογικών αμυντικών αναγκών μας.
Ωστόσο, η αύξηση των δαπανών για την άμυνα πρέπει να συνοδεύεται από αύξηση της αποτελεσματικότητας. Όπως αναφέρουν και οι δύο πρόσφατες εκθέσεις Draghi και Letta, η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία παραμένει κατακερματισμένη, δεν διαθέτει το απαραίτητο μέγεθος και χρειάζεται περαιτέρω ενοποίηση και εξειδίκευση για τη δημιουργία κέντρων αριστείας.
Η ανάπτυξη πολύπλοκων αμυντικών συστημάτων νέας γενιάς απαιτεί επενδύσεις που υπερβαίνουν τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κράτους μέλους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, τον περασμένο Μάιο, μαζί με τον Πολωνό Πρωθυπουργό Donald Tusk, κατέθεσα μια φιλόδοξη πρόταση για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ασπίδας αεράμυνας, ως αξιόπιστου αποτρεπτικού μέσου έναντι δυνητικών επιθέσεων.
Η εξαγγελία και η χρηματοδότηση μιας τέτοιας μεγάλης ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας, την οποία θα ακολουθήσουν γρήγορα και άλλα εμβληματικά έργα, θα έχει άμεσο αντίκτυπο σε τέσσερις τομείς.
Πρώτον, θα επέτρεπε στα κράτη μέλη και στην ΕΕ συνολικά να αντιμετωπίσουν καίριας σημασίας αδυναμίες στις αμυντικές τους δυνατότητες. Δεύτερον, θα ενίσχυε την τεχνολογική και βιομηχανική βάση της Ευρώπης. Τρίτον, θα αύξανε εμφανώς τη συμβολή της Ευρώπης στο ΝΑΤΟ και θα ενίσχυε τη διατλαντική συνεργασία. Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό, θα έστελνε ένα αδιαμφισβήτητο μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι ενωμένη και αποφασισμένη, μια παγκόσμια δύναμη που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Το γεγονός ότι η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ursula von der Leyen συμπεριέλαβε την ιδέα εμβληματικών έργων μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης στις πολιτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη δεύτερη θητεία της είναι καλοδεχούμενο. Το ίδιο ισχύει για την επικείμενη λευκή βίβλο για το μέλλον της ευρωπαϊκής άμυνας, καθώς και τη «στρατηγική για την ετοιμότητα». Και τα δύο θα συμβάλλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη δημιουργία μίας Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης.
Αυτό έχει σημασία διότι μία από τις βασικές παραδοχές πίσω από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία θα πρέπει να είναι ότι η εδαφική ακεραιότητα κάθε κράτους μέλους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ακεραιότητα όλων των άλλων κρατών μελών και της ΕΕ στο σύνολό της. Γι' αυτό πρέπει να ενισχύσουμε την αξιοπιστία και την επιχειρησιακή αξία των ρητρών αμοιβαίας άμυνας (42.7 ΣΕΕ) και αλληλεγγύης (222 ΣΛΕΕ) στις Συνθήκες της ΕΕ.
Ως κράτος μέλος πρώτης γραμμής, τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ, και ως χώρα που αντιμετωπίζει μοναδικές και άμεσες προκλήσεις ασφαλείας, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, η Ελλάδα έχει προ πολλού κατανοήσει την κρίσιμη σημασία των επενδύσεων στην άμυνα. Αλλά αυτές οι προκλήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον περιφερειακού χαρακτήρα. Το γεωπολιτικό διακύβευμα για την Ευρώπη δεν ήταν ποτέ υψηλότερο.
Εάν η Ένωσή μας πρόκειται να παραμείνει πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας, πρέπει να αποκτήσουμε μια ισχυρή, ενιαία και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.»