Γ. Στουρνάρας στη Handelsblatt: Οι ελληνικές τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι παλιότερα

Image
Στουρνάρας
Συντάκτης
Newsroom

 

«Οι ελληνικές τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι πριν από μερικά χρόνια και έχουν μεγαλύτερα αποθεματικά προκειμένου να απορροφήσουν τις επιπτώσεις μιας οικονομικής κρίσης», διαβεβαιώνει ο Γιάννης Στουρνάρας στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ενώ προσθέτει ότι «διαθέτουν άφθονη ρευστότητα χάρη στην αύξηση των καταθέσεων και την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές».

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι το 2022 οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν στην κερδοφορία και βελτίωσαν την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδα πάνω από τις κανονιστικές απαιτήσεις. Η έκθεσή τους, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, είναι «σχεδόν μηδενική». Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν κατέχουν χρεόγραφα AT1 της Crédit Suisse.

Ο Γιάννης Στουρνάρας εμφανίζεται αισιόδοξος και σχετικά με την προοπτική ενίσχυσης της κεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών: «Μελλοντικά, η σύγκλιση ποιότητας του Ενεργητικού με τον μέσο όρο της ΕΕ, η βελτίωση της ποιότητας και της προσφοράς κεφαλαίου, καθώς και η βιωσιμότητα των κερδών λόγω της αύξησης των συναλλαγών, θα ενισχύσουν περαιτέρω τα βασικά στατιστικά στοιχεία των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων», δηλώνει σχετικά ο κεντρικός τραπεζίτης.

 

Ψήφο εμπιστοσύνης και από τον DBRS

To προφίλ χρηματοδότησης των ελληνικών τραπεζών είναι ισχυρό, η κεφαλαιακή βάση και η ποιότητα του ενεργητικού τους βελτιωμένη και η αύξηση των εσόδων τους σημαντική, σημειώνει ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS σε έκθεσή του για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες (Alpha Bank, Eurobank, Εθνική και Πειραιώς).

Η έκθεση σημειώνει ότι «είναι απίθανο οι ελληνικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν σημαντική πίεση όσον αφορά τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητά τους με δεδομένη την ευρεία βάση των καταθέσεων από νοικοκυριά και τα επαρκή αποθέματα ρευστότητας.

Ο DBRS αναφέρει ότι οι ελληνικές τράπεζες είχαν συνολικά κέρδη 3,7 δισ. ευρώ το 2022 έναντι ζημιών 4,7 δισ. ευρώ το 2021.

Τα αυξημένα έσοδά τους πέρυσι προήλθαν από όλες τις πηγές, όπως τα καθαρά έσοδα από τόκους, τις καθαρές προμήθειες και άλλες, ενώ η διαχείριση των δαπανών τους παρέμεινε υγιής παρά τις πληθωριστικές πιέσεις.
Οι προβλέψεις για ζημιές από δάνεια και το κόστος κινδύνου μειώθηκαν σημαντικά το 2022 και η ποιότητα του ενεργητικού τους βελτιώθηκε περαιτέρω λόγω της απομείωσης του κινδύνου, των χαμηλών νέων εισροών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και των αυξημένων νέων δανείων.

«Η άφθονη, αυξανόμενη και ευρεία καταθετική βάση τους προσφέρει στις ελληνικές τράπεζες ένα μάλλον σταθερό, αν και συγκρατημένα διαφοροποιημένο, χρηματοδοτικό μείγμα. Η ρευστότητα ήταν υγιής και η κεφαλαιοποίηση βελτιώθηκε μετά την απομείωση του κινδύνου», προσθέτει η έκθεση.

Ο Αντιπρόεδρος του DBRS, Andrea Constanzo, σημειώνει ότι τα «κεφαλαιακά μαξιλάρια» των τραπεζών «αρκούν για να απορροφήσουν μη πραγματοποιηθείσες ζημιές από τα ομόλογα που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους (at amortised cost)» λόγω πίεσης στη χρηματοδότηση και τη ρευστότητά τους μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Signature Bank.